Άρθρο του δικηγόρου-εργατολόγου κ. Χάρη Χαιρόπουλου
Είναι γνωστό ότι η άδεια αναψυχής έχει σκοπό την αναπλήρωση των πνευματικών και σωματικών δυνάμεων του εργαζόμενου. Για τον λόγο αυτό, ο τρόπος και ο χρόνος χορήγησής της υπόκειται σε συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να τηρείται αυστηρά. Οι κανόνες που ρυθμίσουν το ζήτημα της χορήγησης της άδειας αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο και ως εκ τούτου κάθε συμφωνία περί εγκατάλειψης του δικαιώματος αυτού, ακόμα και με την καταβολή αυξημένης αποζημίωσης, είναι άκυρη και θεωρείται ανύπαρκτη.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο χρόνος χορήγησης της άδειας είναι, κατ’ αρχήν, ζήτημα διακανονισμού μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Ωστόσο οι μισοί μισθωτοί πρέπει να λάβουν άδεια το διάστημα από 1η Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου. Επίσης, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια μέσα σε διάστημα δύο μηνών από τότε που ο μισθωτός διατυπώσει αίτημα για λήψη άδειας.
Υποχρεωτική χορήγηση της άδειας έως 31/12
Η άδεια αναψυχής είναι υποχρεωτικό να χορηγηθεί πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, ακόμα και αν δεν το έχει ζητήσει ο μισθωτός, και δεν μεταφέρεται στο επόμενο έτος. Έτσι ο εργοδότης, είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την άδεια στον μισθωτό, μέχρι το τέλος τους ημερολογιακού έτους, ακόμα και αν αυτός αρνείται να λάβει άδεια. Με τη λήξη του ημερολογιακού έτους η αξίωση του μισθωτού μετατρέπεται σε χρηματική, και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές και το επίδομα αδείας όπως εκτίθεται παρακάτω.
Δυνατότητα συνέχισης στο επόμενο έτος
Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί από το Υπουργείο Εργασίας με το υπ΄αριθμ. 50239/77 έγγραφο, υπό το νομικό πλαίσιο της συμπλήρωσης δωδεκαμήνου ως προϋπόθεση για τη λήψη άδειας, ότι είναι δυνατό να συνεχισθεί η άδεια στο επόμενο έτος για λίγες ημέρες όταν το δωδεκάμηνο συμπληρώνεται τον μήνα Δεκέμβριο και δεν επαρκούν οι μέρες για τη χορήγηση της άδειας ως την 31η Δεκεμβρίου. Στο ίδιο πλαίσιο υποστηρίζεται, αφού ληφθούν υπόψη οι ειδικότερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, ότι υπάρχει αντίστοιχη δυνατότητα όταν ο μισθωτός επιστρέφει από ασθένεια ή άδεια τοκετού κατά τον μήνα Δεκέμβριο.
Σε περίπτωση που εργοδότης δεν χορηγήσει άδεια στον μισθωτό, υφίσταται αστικές και ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.
Όπως ήδη εκτέθηκε, σε περίπτωση μη χορήγησης άδειας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει τις αποδοχές αδείας απλές μεν, αν δεν υπάρχει πταίσμα και προσαυξημένες κατά 100%, αν υπάρχει πταίσμα του εργοδότη. Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι πταίσμα του εργοδότη δεν αποτελεί μόνη η μη χορήγηση της αδείας. Αντίθετα υφίσταται πταίσμα του εργοδότη, και ως εκ τούτου υποχρέωσή του να καταβάλει τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες 100% στην περίπτωση που ο εργαζόμενος ζήτησε την άδειά του και ο εργοδότης αρνήθηκε να τη χορηγήσει ή όταν η άδεια δεν χορηγήθηκε λόγω αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών. Ακόμα ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το επίδομα αδείας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι με τον ν. 4254/2014 (Υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 2) υπήρξαν αλλαγές μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις για την τήρηση του Βιβλίου Αδειών. Ειδικότερα, στο βιβλίο αδειών που μπορεί να τηρείται και σε μηχανογραφημένες σελίδες, πρέπει να φέρει τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες: Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμό δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας πρέπει να συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας. Επιπλέον, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.
Τέλος, με την ίδια διάταξη (Υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 2 ν. 4254/2014) προστέθηκε η υποχρέωση στον εργοδότη να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ εντός του μήνα Ιανουαρίου τα στοιχεία των εργαζόμενων που έλαβαν ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, και ορίσθηκε ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του ν. 3996/2011.